- σωματεμπορώ
- -έω, Αείμαι δουλέμπορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -εμπορῶ (< -έμπορος < ἔμπορος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωματεμπόρῳ — σωματέμπορος slave dealer masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek